- βρόγχος
- ο (AM βρόγχος)συνήθως στον πληθ. τμήμα του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους και πλήθος αεροφόρους σωλήνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς συνδέεται με το *βρόχω «καταπίνω, ρουφώ» (πρβλ. απρμφ. «βρόξαιροφήσαι», (Ησύχ.), βρόχθος «φάρυγγας» με ανερμήνευτο, πιθ. εκφραστικό, έρρινο ένθημα (-ν-). Με το μόρφημα βρογχ (ο) - (< βρόγχος) σχηματίστηκαν αρκετοί νεώτεροι ξένοι επιστημονικοί όροι, πολλοί από τους οποίους εισήλθαν κατόπιν και στην Ελληνική. Πρβλ. νεολατιν. bronchitis, γαλλ. bronchite (ελλ. βρογχίτιδα)αγγλ. bronchography, γερμ. Bronchographie (ελλ. βρογχογραφία)νεολατιν. bronchopneumonia, γαλλ. bronchopneumonie, γερμ. Bronchopneumonie (ελλ. βρογχοπνευμονία)αγγλ. bronchoscope, γερμ. Bronchoskop (ελλ. βρογχοσκόπιο)αγγλ. bronchospasm (ελλ. βρογχόσπασμος)νεολατιν. bronchostenosis, γαλλ. bronchostenose, γερμ. Bronchostenose (ελλ. βρογχοστένωση)γαλλ. bronchorragie (ελλ. βρογχορραγία)νεολατιν. bronchorrhea, γαλλ. bronchorree (ελλ. βρογχόρροια)γαλλ. bronchisme (ελλ. βρογχισμός)γαλλ. bronchotomie, γερμ. Bronchotomie (ελλ. βρογχοτομία)γαλλ. broncholithe (ελλ. βρογχόλιθος) κ.ά.ΠΑΡ. βρόγχιααρχ.βρογχίανεοελλ.βρογχικός, βρογχίωμα.ΣΥΝΘ. βρογχοκήληαρχ.εξεκέβρογχος, στενόβρογχος].
Dictionary of Greek. 2013.